- ἀνάσαρξ
- ἀνάσαρξ, κος, Adj., in sense ofA
ἀνὰ σάρκα, τοὺς ἀνάσαρκας ὕδρωπας Gal. 14.275
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνὰ σάρκα, τοὺς ἀνάσαρκας ὕδρωπας Gal. 14.275
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.